παλιοκαιρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά}[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ʎo.ceˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λιο‐και‐ρί‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
παλιοκαιρίζω, στ.μέλλ.: θα παλαιοκαιρίσω, αόρ.: παλιοκαίρισα, παθ.φωνή: παλιοκαιρίζομαι, π.αόρ.: παλιοκαιρίστηκα, μτχ.π.π.: παλιοκαιρισμένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παλιοκαιρίζω | παλιοκαίριζα | θα παλιοκαιρίζω | να παλιοκαιρίζω | παλιοκαιρίζοντας | |
β' ενικ. | παλιοκαιρίζεις | παλιοκαίριζες | θα παλιοκαιρίζεις | να παλιοκαιρίζεις | παλιοκαίριζε | |
γ' ενικ. | παλιοκαιρίζει | παλιοκαίριζε | θα παλιοκαιρίζει | να παλιοκαιρίζει | ||
α' πληθ. | παλιοκαιρίζουμε | παλιοκαιρίζαμε | θα παλιοκαιρίζουμε | να παλιοκαιρίζουμε | ||
β' πληθ. | παλιοκαιρίζετε | παλιοκαιρίζατε | θα παλιοκαιρίζετε | να παλιοκαιρίζετε | παλιοκαιρίζετε | |
γ' πληθ. | παλιοκαιρίζουν(ε) | παλιοκαίριζαν παλιοκαιρίζαν(ε) |
θα παλιοκαιρίζουν(ε) | να παλιοκαιρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παλιοκαίρισα | θα παλιοκαιρίσω | να παλιοκαιρίσω | παλιοκαιρίσει | ||
β' ενικ. | παλιοκαίρισες | θα παλιοκαιρίσεις | να παλιοκαιρίσεις | παλιοκαίρισε | ||
γ' ενικ. | παλιοκαίρισε | θα παλιοκαιρίσει | να παλιοκαιρίσει | |||
α' πληθ. | παλιοκαιρίσαμε | θα παλιοκαιρίσουμε | να παλιοκαιρίσουμε | |||
β' πληθ. | παλιοκαιρίσατε | θα παλιοκαιρίσετε | να παλιοκαιρίσετε | παλιοκαιρίστε | ||
γ' πληθ. | παλιοκαίρισαν παλιοκαιρίσαν(ε) |
θα παλιοκαιρίσουν(ε) | να παλιοκαιρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παλιοκαιρίσει | είχα παλιοκαιρίσει | θα έχω παλιοκαιρίσει | να έχω παλιοκαιρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις παλιοκαιρίσει | είχες παλιοκαιρίσει | θα έχεις παλιοκαιρίσει | να έχεις παλιοκαιρίσει | έχε παλιοκαιρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει παλιοκαιρίσει | είχε παλιοκαιρίσει | θα έχει παλιοκαιρίσει | να έχει παλιοκαιρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παλιοκαιρίσει | είχαμε παλιοκαιρίσει | θα έχουμε παλιοκαιρίσει | να έχουμε παλιοκαιρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε παλιοκαιρίσει | είχατε παλιοκαιρίσει | θα έχετε παλιοκαιρίσει | να έχετε παλιοκαιρίσει | έχετε παλιοκαιρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν παλιοκαιρίσει | είχαν παλιοκαιρίσει | θα έχουν παλιοκαιρίσει | να έχουν παλιοκαιρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παλιοκαιρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παλιοκαιρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παλιοκαιρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παλιοκαιρισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παλιοκαιρίζομαι | παλιοκαιριζόμουν(α) | θα παλιοκαιρίζομαι | να παλιοκαιρίζομαι | ||
β' ενικ. | παλιοκαιρίζεσαι | παλιοκαιριζόσουν(α) | θα παλιοκαιρίζεσαι | να παλιοκαιρίζεσαι | ||
γ' ενικ. | παλιοκαιρίζεται | παλιοκαιριζόταν(ε) | θα παλιοκαιρίζεται | να παλιοκαιρίζεται | ||
α' πληθ. | παλιοκαιριζόμαστε | παλιοκαιριζόμαστε παλιοκαιριζόμασταν |
θα παλιοκαιριζόμαστε | να παλιοκαιριζόμαστε | ||
β' πληθ. | παλιοκαιρίζεστε | παλιοκαιριζόσαστε παλιοκαιριζόσασταν |
θα παλιοκαιρίζεστε | να παλιοκαιρίζεστε | (παλιοκαιρίζεστε) | |
γ' πληθ. | παλιοκαιρίζονται | παλιοκαιρίζονταν παλιοκαιριζόντουσαν |
θα παλιοκαιρίζονται | να παλιοκαιρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παλιοκαιρίστηκα | θα παλιοκαιριστώ | να παλιοκαιριστώ | παλιοκαιριστεί | ||
β' ενικ. | παλιοκαιρίστηκες | θα παλιοκαιριστείς | να παλιοκαιριστείς | παλιοκαιρίσου | ||
γ' ενικ. | παλιοκαιρίστηκε | θα παλιοκαιριστεί | να παλιοκαιριστεί | |||
α' πληθ. | παλιοκαιριστήκαμε | θα παλιοκαιριστούμε | να παλιοκαιριστούμε | |||
β' πληθ. | παλιοκαιριστήκατε | θα παλιοκαιριστείτε | να παλιοκαιριστείτε | παλιοκαιριστείτε | ||
γ' πληθ. | παλιοκαιρίστηκαν παλιοκαιριστήκαν(ε) |
θα παλιοκαιριστούν(ε) | να παλιοκαιριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παλιοκαιριστεί | είχα παλιοκαιριστεί | θα έχω παλιοκαιριστεί | να έχω παλιοκαιριστεί | παλιοκαιρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις παλιοκαιριστεί | είχες παλιοκαιριστεί | θα έχεις παλιοκαιριστεί | να έχεις παλιοκαιριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει παλιοκαιριστεί | είχε παλιοκαιριστεί | θα έχει παλιοκαιριστεί | να έχει παλιοκαιριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παλιοκαιριστεί | είχαμε παλιοκαιριστεί | θα έχουμε παλιοκαιριστεί | να έχουμε παλιοκαιριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε παλιοκαιριστεί | είχατε παλιοκαιριστεί | θα έχετε παλιοκαιριστεί | να έχετε παλιοκαιριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παλιοκαιριστεί | είχαν παλιοκαιριστεί | θα έχουν παλιοκαιριστεί | να έχουν παλιοκαιριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι παλιοκαιρισμένος - είμαστε, είστε, είναι παλιοκαιρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν παλιοκαιρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν παλιοκαιρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι παλιοκαιρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι παλιοκαιρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι παλιοκαιρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι παλιοκαιρισμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλιοκαιρίζω
→ δείτε τη λέξη παλιώνω |