παραβιάσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παραβιάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραβιάζω
- θα παραβιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραβιάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
παραβιάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παραβίαση