παρακαταθέτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρακαταθέτω < ελληνιστική κοινή παρακατάθεσις[1] + μεσαιωνική ελληνική θέτω[2] < αρχαία ελληνική παρακατατίθημι[3] < κατατίθημι < τίθημι
Ρήμα[επεξεργασία]
παρακαταθέτω
- (νομικός όρος, οικονομία) καταθέτω ή εμπιστεύομαι χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία σε κάποιον (φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο), ώστε να τα φυλάξει ή για αποπληρωμή χρέους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παρακατάθεση
- παρακαταθήκη
- → δείτε τις λέξεις παρά, καταθέτω και θέτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρακαταθέτω
|
- ↑ παρακατάθεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ θέτω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ παρακατατίθημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)