πασχαλόγιορτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πασχαλόγιορτα | ||
γενική | των | πασχαλόγιορτων | ||
αιτιατική | τα | πασχαλόγιορτα | ||
κλητική | πασχαλόγιορτα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πασχαλόγιορτα < πασχαλιόγιορτα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πασχαλόγιορτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (λαογραφία) άλλη μορφή του πασχαλιόγιορτα
- ※ Στον θεσσαλικό χώρο και σε περιοχές του Ολύμπου, Κισσάβου, Καλαμπάκας, Καρδίτσας, αλλά και του Δομοκού, γίνονταν οι Τρανοί χοροί, τα Πασχαλόγιορτα. Ήταν η μόνη χαρά των ξωμάχων της θεσσαλικής υπαίθρου, που με το «Χριστός Ανέστη», έμπαιναν στον χορό της χαράς και της διασκέδασης. (www.eleftheria.gr, 23.04.2022)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πασχαλόγιορτα
|