περιφράξεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
περιφράξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιφράσσω
- θα περιφράξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιφράσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
περιφράξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περίφραξη