πλαστογραφήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πλαστογραφήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλαστογραφώ
- θα πλαστογραφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλαστογραφώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πλαστογραφήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλαστογράφηση