ποταμό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /po.taˈmo/
- όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου τον: ΔΦΑ : /tom‿bo.taˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐τα‐μός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ποταμό αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Τσακωνικά (tsd)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποταμό < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ποταμός
- για τη σημασία «δοκάρι, καδρόνι» δείτε την ετυμολόγηση του Τζιτζιλή στο ποταμός#Ετυμολογία_2
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποταμό αρσενικό
- (γεωγραφία) ο ποταμός
- υποκοριστικό: ποταμούλι
- ο γαλαξίας
- χοντρό καδρόνι ή δοκάρι στο μάκρος της στέγης ή του πατώματος που στηρίζει άλλα μικρότερα
Πηγές[επεξεργασία]
- σελ.81.jpg, τόμ.3 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 3ος@academyofathens