πράτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πράτα
      γενική των
    αιτιατική τα πράτα
     κλητική πράτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πράτα < πρόβατα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πράτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, χωρίς γενική

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]