πράτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πράτα | ||
γενική | των | — | ||
αιτιατική | τα | πράτα | ||
κλητική | πράτα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πράτα < πρόβατα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πράτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, χωρίς γενική
- (ιδιωματικό) τα πρόβατα, το κοπάδι με πρόβατα
- ※ Κάπου κάπου ἔλεγε καμιὰ λέξη ποὺ τὰ παιδιὰ δὲν τὴν καταλάβαιναν ἀμέσως, μόνο ἀπὸ τὸ νόημα. Ἔλεγε τὰ πρόβατα π ρ ά τ α, τὸ ροῦχο σ κ τ ί, τὸ πάλι τὸ ἔλεγε μ ά τ α καὶ τὰ γίδια τὰ ἴ δ ι α. Μὰ τὰ παιδιὰ δὲ θυμοῦνται καμιὰ κοπέλα νὰ τοὺς μίλησε ποτὲ μὲ τόση ὀμορφιά.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πράτα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)