προδοτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
προδοτικά < προδοτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
προδοτικά
- ως προδότης, προδίδοντας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προδοτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
προδοτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προδοτικό