προσηλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσηλιάζω < ελληνιστική κοινή προσηλιάζω < αρχαία ελληνική προσήλιος < πρός + ἥλιος

Ρήμα[επεξεργασία]

προσηλιάζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]