προσήλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Προσήλιο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προσήλιο τα προσήλια
      γενική του προσήλιου των προσήλιων
    αιτιατική το προσήλιο τα προσήλια
     κλητική προσήλιο προσήλια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

προσήλιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προσήλιος[1] < αρχαία ελληνική προσήλιος < πρός + ἥλιος

Προφορά 1[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾoˈsi.li.o/ & /pɾoˈsi.ʎo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σή‐λι‐ο
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐ή‐λι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσήλιο ουδέτερο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

προσήλιο: κλιτικός τύπος

Προφορά 2[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾoˈsi.li.o/ (χωρίς συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σή‐λι‐ο
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐ή‐λι‐ο

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

προσήλιο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του προσήλιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προσήλιος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]