προτρεπτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.tɾe.ptiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐τρε‐πτι‐κή
- ομόηχο: προτρεπτικοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
προτρεπτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του προτρεπτικός