πρωτόγονα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτόγονα < πρωτόγονος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
πρωτόγονα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πρωτόγονα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πρωτόγονος