πυροκοκκινίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυροκοκκινίζω < πυρο- + κοκκινίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

πυροκοκκινίζω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι κόκκινο σαν το πυρ / τη φωτιά
  2. (αμετάβατο) γίνομαι κόκκινος σαν το πυρ / τη φωτιά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]