ρέστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ρέστα | ||
γενική | των | ρέστων | ||
αιτιατική | τα | ρέστα | ||
κλητική | ρέστα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρέστα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ρέστος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρέστα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα χρήματα που πρέπει να επιστρέψει ο πωλητής στον αγοραστή, όταν ο τελευταίος του δίνει κέρματα ή χαρτονομίσματα μεγαλύτερης αξίας από αυτήν του προϊόντος που αγοράζει
- τα υπόλοιπα, τα λοιπά
- ⮡ δε μ' αρέσουν οι πόζες, οι τσιριμόνιες και τα ρέστα
- (χαρτοπαίγνιο) όλα τα χρήματα που μου έχουν απομείνει
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ζητάει και τα ρέστα: για κάποιον που, ενώ φταίει, όχι μόνο δεν παραδέχεται το φταίξιμό του αλλά κατηγορεί επιπλέον τους άλλους
- δίνω τα ρέστα μου: εντυπωσιάζω τους άλλους με τις ικανότητες ή την επιδεξιότητά μου ή σε κάτι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρηματική διαφορά σε συναλλαγή
χαρτοπαικτικός όρος
|
υπόλοιπα
→ δείτε τη λέξη υπόλοιπο |