ρέστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ρέστα
      γενική των ρέστων
    αιτιατική τα ρέστα
     κλητική ρέστα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρέστα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ρέστος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρέστα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα χρήματα που πρέπει να επιστρέψει ο πωλητής στον αγοραστή, όταν ο τελευταίος του δίνει κέρματα ή χαρτονομίσματα μεγαλύτερης αξίας από αυτήν του προϊόντος που αγοράζει
  2. τα υπόλοιπα, τα λοιπά
    ⮡  δε μ' αρέσουν οι πόζες, οι τσιριμόνιες και τα ρέστα
  3. (χαρτοπαίγνιο) όλα τα χρήματα που μου έχουν απομείνει

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ζητάει και τα ρέστα: για κάποιον που, ενώ φταίει, όχι μόνο δεν παραδέχεται το φταίξιμό του αλλά κατηγορεί επιπλέον τους άλλους
  • δίνω τα ρέστα μου: εντυπωσιάζω τους άλλους με τις ικανότητες ή την επιδεξιότητά μου ή σε κάτι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]