ρελιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρελιάζω < ρέλ(ι) + -ιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ρελιάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη ρέλι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]