σκατούλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /skaˈtu.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐τού‐λια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
σκατούλια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκατούλι