σκηνογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκηνογραφώ < ελληνιστική κοινή σκηνογραφέω / σκηνογραφῶ< αρχαία ελληνική σκηνή + γράφω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική scénographier)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sci.no.ɣɾaˈfo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκη‐νο‐γρα‐φώ

σκηνογραφώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]