στέλνω αδιάβαστο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στέλνω αδιάβαστο: → δείτε τις λέξεις στέλνω και αδιάβαστος στην αιτιατική ενικού αδιάβαστο
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
στέλνω (κάποιον) αδιάβαστο
- (αργκό) αποστομώνω κάποιον αποδεικνύοντας ατράνταχτα ότι δεν έχει δίκιο ή ότι δεν ξέρει κάποιο θεματικό αντικείμενο
- (μεταφορικά) σκοτώνω κάποιον
- (κατ’ επέκταση) ευγενικότερη μορφή απειλής εναντίον κάποιου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στέλνω αδιάβαστο
→ δείτε τις λέξεις αποστομώνω και σκοτώνω |
Πηγές[επεξεργασία]
- αδιάβαστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)