σταθερό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταθερό ουδέτερο

  • το σταθερό τηλέφωνο, αυτό που είναι ενσύρματα συνδεδεμένο με το τηλεφωνικό δίκτυο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σταθερό