συγκατατίθημι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκατατίθημι < συγ- + κατατίθημι. Μορφολογικά αναλύεται σε συγ- + κατα- + τίθημι

Ρήμα[επεξεργασία]

συγκατατίθημι, μέση φωνή: συγκατατίθεμαι

  1. τοποθετώ ταυτόχρονα ή μαζί, εναποθέτω
  2. συμφωνώ, καταθέτοντας την ίδια γνώμη (+ δοτική με κάποιον άλλον)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]