συγκεντρώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
συγκεντρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκεντρώνω
- θα συγκεντρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκεντρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
συγκεντρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγκέντρωση