συμβιώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
συμβιώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμβιώνω
- θα συμβιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμβιώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
συμβιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συμβίωση