συνδοκέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
συνδοκέω-συνδοκῶ (και ξυνδοκέω)
- φαίνεται εξίσου καλό, συμφωνώ (συχνά απρόσωπο)
- ταῦτα κἀμοὶ συνδοκεῖ
- ξυνεδόκει τοῖς ἄλλοις ξυμμάχοις ταῦτα (Θουκ. 8.84)
- εἰ σοί συνδοκεῖ ὅπερ ἐμοί
- συνεδόκει ἡμῖν ...
- συνδεδογμένοι τινί
- δίνω την έγκρισή μου, εγκρίνω
- οὐκ ἐμοὶ συνδοκοῦντα πεπόνθατε... (χωρίς τη δική μυ έγκριση πάθατε...)
- συνδόξαν τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρί (με την έγκριση του πατέρα και της μητέρας)