συχνότερα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συχνότερα < συχνότερ(ος) +

Επίρρημα[επεξεργασία]

συχνότερα

  • συγκριτικός βαθμός του συχνά για κάτι που γίνεται όλο και πιο συχνά ή πάντως πιο συχνά από κάτι άλλο
    Ξεχνάω όλο και συχνότερα. Είναι της ηλικίας...
    Πάς συχνότερα στη μητέρα σου παρά στη δική μου. Τι σου έκανε η πεθερά σου δηλαδή;
     αντώνυμα: σπανιότερα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

συχνότερα