τακτοποιημένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τακτοποιημένα < τακτοποιημένος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
τακτοποιημένα
- με τακτοποιημένο τρόπο, με τάξη
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τακτοποιημένα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τακτοποιημένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τακτοποιημένος