τεκμαρτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
τεκμαρτά < τεκμαρτός
Επίρρημα[επεξεργασία]
τεκμαρτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεκμαρτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τεκμαρτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τεκμαρτό