τελίτσες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τελίτσες < τελίτσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τελίτσες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- παιχνίδι σκέψης στο οποίο ο σκοπός είναι να ενωθούν τελείες ομοιόμορφα κατανεμημένες
- (οικείο) τα αποσιωπητικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
τελίτσες
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τελίτσα