τελίτσες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τελίτσες (1)
τελίτσες < τελίτσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τελίτσες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. παιχνίδι σκέψης στο οποίο ο σκοπός είναι να ενωθούν τελείες ομοιόμορφα κατανεμημένες
  2. (οικείο) τα αποσιωπητικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

τελίτσες