τετρακόσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετρακόσια < αρχαία ελληνική τετρακόσια < τετρακόσιοι
Αριθμητικό[επεξεργασία]
τετρακόσια και τετρακόσα
- (απόλυτο αριθμητικό) (400)· έπεται του τριακόσια ενενήντα εννέα (399) και προηγείται του τετρακόσια ένα (401)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετρακόσια
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τετρακόσια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τετρακόσιοι