υπερπληρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερπληρώνω < αρχαία ελληνική ὑπερπληρόω / ὑπερπληρῶ < ὑπερπλήρης < ὑπέρ + πλήρης

Ρήμα[επεξεργασία]

υπερπληρώνω

  1. πληρώνω / γεμίζω σε μεγάλο βαθμό
    → δείτε τη λέξη παραγεμίζω
  2. (μεταφορικά) καλύπτω / πληρώ τις προδιαγραφές σε μεγάλο βαθμό
     συνώνυμα: υπερκαλύπτω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]