υπηρεσιακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
υπηρεσιακά < υπηρεσιακός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
υπηρεσιακά
- με υπηρεσιακό τρόπο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπηρεσιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
υπηρεσιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπηρεσιακό