φραγκολεβαντίνικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | φραγκολεβαντίνικα | ||
γενική | των | φραγκολεβαντίνικων | ||
αιτιατική | τα | φραγκολεβαντίνικα | ||
κλητική | φραγκολεβαντίνικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φραγκολεβαντίνικα < φραγκολεβαντίνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φραγκολεβαντίνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- παλαιότερος χαρακτηρισμός της ομιλίας στην οποία γίνονταν χρήση ελληνοποιημένων ξένων λέξεων
- γραφή της ελληνικής γλώσσας με λατινικούς χαρακτήρες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φραγκολεβαντίνικα
|