φραγκολεβαντίνικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα φραγκολεβαντίνικα
      γενική των φραγκολεβαντίνικων
    αιτιατική τα φραγκολεβαντίνικα
     κλητική φραγκολεβαντίνικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φραγκολεβαντίνικα < φραγκολεβαντίνος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φραγκολεβαντίνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. παλαιότερος χαρακτηρισμός της ομιλίας στην οποία γίνονταν χρήση ελληνοποιημένων ξένων λέξεων
  2. γραφή της ελληνικής γλώσσας με λατινικούς χαρακτήρες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]