φτενά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fteˈna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτε‐νά
Επίρρημα[επεξεργασία]
φτενά (τροπικό επίρρημα)
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φτενά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (φτενό) του φτενός