φτηνούτσικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φτηνούτσικα < φτηνούτσικος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
φτηνούτσικα
- με τρόπο που να μη στοιχίζει πολλά
- Πήγαμε διακοπές και τη βγάλαμε φτηνούτσικα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φτηνούτσικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φτηνούτσικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φτηνούτσικο