χάρτου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈxaɾ.tu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χάρτ‐του
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]χάρτου αρσενικό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ασκήσεις επί χάρτου
- εμπόριο χάρτου (εμπόριο χαρτιού)
- επί χάρτου
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]χάρτου αρσενικό