χαμηλό επίπεδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
- φράση που χαρακτηρίζει συμπεριφορές, καταστάσεις που μαρτυρούν ποταπότητα, ευτέλεια, προστυχιά, χυδαιότητα, ταπεινά κίνητρα, έλλειψη παιδείας, αμορφωσιά, ξεπεσμό, βαρβαρότητα, χυδαιότητα, φτωχό, εύκολο, πρόχειρο λόγο διανθισμένο συχνά με βρισιές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαμηλό επίπεδο
|