χοντρούτσικη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xonˈdɾu.t͡si.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ντρού‐τσι‐κη
- ομόηχο: χοντρούτσικοι
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χοντρούτσικη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του χοντρούτσικος
- άλλες μορφές: χοντρούτσικια
- ≈ συνώνυμα: χοντρουλή