ψηλαφητά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψηλαφητά < ψηλαφητός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ψηλαφητά
- ψάχνοντας κάτι με την αφή, χωρίς να μπορώ να δω τι ακριβώς ακουμπώ
- ※ Τον είδε να προχωρά ψηλαφητά, σα να μη γνώριζε κιόλας τον τόπο. (Μένης Κουμανταρέας, Το λουτρό)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ψηλαφητά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψηλαφητό