фонд
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
фонд (ru) αρσενικό
- κεφάλαιο που προορίζεται για κάποιο σκοπό
- απόθεμα, πόροι, σύνολο από πράγματα
- (οικονομία) επενδυτικό κεφάλαιο
- (οικονομία) αποθεματικό ταμείο
- (οικονομία) κονδύλι προϋπολογισμού
- (οικονομία, νομικός όρος) μη κερδοσκοπικός οργανισμός, κοινωφελές ίδρυμα