ἀμαυρόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμαυρόω < ἀμαυρός + jω ( < στερητικό και μαρμαίρω λάμπω)

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀμαυρόω-ἀμαυρῶ

  1. θολώνω, μια εικόνα, κατάσταση, την κάνω πιο θαμπή, ασαφή, αμυδρή, την ξεθωριάζω, αποδυναμώνω κάτι, το εξαφανίζω
    ἄστρα ἠμαύρωσε ἥλιος
    καὶ οὐ τὰ νῦν ἀλλὰ τὰ ἀρχαῖα, ὧν ὁ χρόνος ἠμαύρωκε τὰ πολλά. : και όχι τα τωρινά, αλλά τα αρχαία (πράγματα), από τα οποία τα περισσότερα ο χρόνος βύθισε στο σκοτάδι
  2. εξαλείφω
    ※  θάλλει καὶ αὔξεται, ὑπὸ δὲ τοῦ πολεμίου φθίνει καὶ ἀμαυροῦται. : (η νόσος) θεριεύει και αυξάνεται, ενώ από ό,τι την πολεμάει φθίνει και εξαλείφεται (Ιπποκράτης, Περί ιερής νούσου, 18)
  3. σκουραίνω, σκοτεινιάζω
    θυομένῳ, ὁ ἥλιος ἀμαυρώθη ἐν τῷ οὐρανῷ. : καθώς προσέφερε τη θυσία του, ο ήλιος σκοτείνιασε στον ουρανό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]