ασαφής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασαφής | η | ασαφής | το | ασαφές |
γενική | του | ασαφούς* | της | ασαφούς | του | ασαφούς |
αιτιατική | τον | ασαφή | την | ασαφή | το | ασαφές |
κλητική | ασαφή(ς) | ασαφής | ασαφές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασαφείς | οι | ασαφείς | τα | ασαφή |
γενική | των | ασαφών | των | ασαφών | των | ασαφών |
αιτιατική | τους | ασαφείς | τις | ασαφείς | τα | ασαφή |
κλητική | ασαφείς | ασαφείς | ασαφή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ασαφής, -ής, -ές
- που δεν είναι σαφής, δεν είναι ξεκάθαρος, δημιουργεί αμφιβολία
- η επιτροπή των εξετάσεων επικρίθηκε διότι κάποια από τα ερωτήματα που έθεσε θεωρήθηκαν ασαφή