ἀναφύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀναφύω και μέσο ἀναφύομαι
- παράγω εκ νέου, αναγεννάται κάτι δικό μου (τρίχωμα, φτερά κ.λπ.) ή αναγεννάται η φύση και παράγει φυτά
- γεννιώνται, ξαναπαρουσιάζονται ή παρουσιάζονται για πρώτη φορά, αναφύονται συκοφαντίες, φήμες, επιθυμιες
- αὖθις ἀναφύονται διαβολαί προς τους πολίτας
- (μεταφορικά) ξεφυτρώνω
- δύ' ἀνέφυσαν ῥήτορες (ξεπετάχτηκαν, εμφανίστηκαν, ξεφύτρωσαν δύο ρήτορες)
- κάνω νέα αρχή, καινούργιο ξεκίνημα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἡ ἀνάφυσις, της ἀναφύσεως