ἐκχωρέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐκχωρέω <
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐκχωρέω
- φεύγω από τη χώρα, μεταναστεύω
- (μεταφορικά) πεθαίνω
- αποχωρώ, αποσύρομαι
- παραμερίζω (κάτι)
- (για οστά) φεύγω από τη θέση μου, από την άρθρωση