ἐξορμέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐξορμέω
- βρίσκομαι έξω από λιμάνι, στην ανοιχτή θάλασσα
- (κατ’ επέκταση) απομακρύνομαι
Δείτε επίσης : ἐξορμάω, ἐξορμῶ, εξορμώ |
ἐξορμέω