ἐπί τό κρεῖττον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐπὶ τὸ κρεῖττον < αρχαία ελληνική ἐπὶ τὸ κρεῖττον → δείτε τις λέξεις ἐπί και κρείττων
Έκφραση[επεξεργασία]
ἐπὶ τὸ κρεῖττον
- (καθαρεύουσα) προς το καλύτερο, προς βελτίωση της τρεχούσης καταστάσεως
- ※ Διὰ τῆς συνδρομῆς τοῦ θρόνου καὶ τοῦ ἔθνους ἐθεμελιώθη τὸ σύνταγμα. Διὰ τῆς αὐτῆς συνδρομῆς ἐπίσης εἰλικρινῶς καὶ νομίμως θέλουν ἀναπτυχθῆ προοδευτικῶς καὶ ζωογωνηθῆ ἐπὶ τὸ κρεῖττον αἱ θεσμοθεσίαι μας.
- ≈ συνώνυμα: επί τα βελτίω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ἐπί τό κρεῖττον
|