ἐπαινέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπαινέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐπαινέω / ἐπαινῶ

  1. επαινώ, εγκωμιάζω, εγκρίνω
    ※  5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, Ἴων , 536d
    θαυμάζοιμι μεντἂν εἰ οὕτως εὖ εἴποις, ὥστε με ἀναπεῖσαι ὡς ἐγὼ κατεχόμενος καὶ μαινόμενος Ὅμηρον ἐπαινῶ.
    Θα παραξενευόμουν όμως αν θα ήσαν τα λόγια σου τόσο ωραία, ώστε να με κάνουν να αλλάξω γνώμη και να παραδεχτώ ότι εγκωμιάζω τον Όμηρο κυριευμένος από τον θεό και σε κατάσταση μανίας.
    Μετάφραση (2002),Νίκος Σκουτερόπουλος @greek-language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 312
    Ἕκτορι μὲν γὰρ ἐπῄνησαν κακὰ μητιόωντι,
    Κι επαίνεσαν του Έκτορος την σκέψιν ολεθρίαν·
    Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
  2. επικροτώ, συναινώ, συμφωνώ
  3. ενθαρρύνω, προτρέπω
  4. αρνούμαι ευγενικά
  5. αναλαμβάνω να κάνω κάτι
  6. (στην παθητική φωνή) επαινούμαι, εγκωμιάζομαι, εγκρίνομαι
  7. (για ραψωδούς) απαγγέλλω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]