ἐργασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐργασία < ἐργάζομαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐργασία θηλυκό

  1. η εργασία, η δουλειά
  2. το αποτέλεσμα μιας εργασίας, ένα έργο τέχνης, μια κατασκευή, μια οικοδομή