ἡλιακόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἡλιακόν: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἡλιακός < (ελληνιστική κοινήἡλιακός < → δείτε  αρχαία ελληνική ἥλιος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἡλιακόν ουδέτερο

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ἡλιακόν

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ἡλιακόν