ὄντως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὄντως < από τη γενική της λέξης ὄν, του ουσιαστικού < ὄν, το ουδέτερο της μετοχής ενεστώτα του ρήματος εἰμί (είμαι) ή ίσως και απ' ευθείας από τη γενική του ουδετέρου της μετοχής προτού αυτό ουσιαστικοποιηθεί
Επίρρημα[επεξεργασία]
ὄντως
- πράγματι
- τὰ ὄντως ἀγαθά
- ὅ γε ὄντως φιλομαθής
- συχνά με τη μετοχή για επίταση του νοήματος
- ὄντως ὤν : πράγματι υπάρχει
- ὄντως τε καὶ ἀληθῶς συχνά σε αντιδιαστολή προς το ὡς ἔπος εἰπεῖν (που λέει ο λόγος)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τῶ ὄντι, τωόντι ή και τώντις