adjunkto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adjunkto | adjunktoj |
αιτιατική | adjunkton | adjunktojn |
adjunkto (eo)
- ο βοηθός, ο συνεργάτης